Anonymous

προεντυγχάνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προεντυγχάνω:''' μέλ. -[[τεύξομαι]], [[συνομιλώ]] με κάποιον εκ των προτέρων, σε Πλούτ. κ.λπ.· [[ὄψις]] προεντυγχάνει τῆς φωνῆς, το [[πρόσωπο]] αρχίζει να μιλά [[πριν]] από τη [[φωνή]] του, στον ίδ.
|lsmtext='''προεντυγχάνω:''' μέλ. -[[τεύξομαι]], [[συνομιλώ]] με κάποιον εκ των προτέρων, σε Πλούτ. κ.λπ.· [[ὄψις]] προεντυγχάνει τῆς φωνῆς, το [[πρόσωπο]] αρχίζει να μιλά [[πριν]] από τη [[φωνή]] του, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προεντυγχάνω:''' опережать, выходить навстречу, оказывать прием, тж. вступать в беседу (τινί Plut.): τὴν ὄψιν ἔσχεν προεντυγχάνουσαν [[αὐτοῦ]] τῆς φωνῆς Plut. его мимика опережала речь.
}}
}}