3,274,216
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προεντυγχάνω:''' μέλ. -[[τεύξομαι]], [[συνομιλώ]] με κάποιον εκ των προτέρων, σε Πλούτ. κ.λπ.· [[ὄψις]] προεντυγχάνει τῆς φωνῆς, το [[πρόσωπο]] αρχίζει να μιλά [[πριν]] από τη [[φωνή]] του, στον ίδ. | |lsmtext='''προεντυγχάνω:''' μέλ. -[[τεύξομαι]], [[συνομιλώ]] με κάποιον εκ των προτέρων, σε Πλούτ. κ.λπ.· [[ὄψις]] προεντυγχάνει τῆς φωνῆς, το [[πρόσωπο]] αρχίζει να μιλά [[πριν]] από τη [[φωνή]] του, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προεντυγχάνω:''' опережать, выходить навстречу, оказывать прием, тж. вступать в беседу (τινί Plut.): τὴν ὄψιν ἔσχεν προεντυγχάνουσαν [[αὐτοῦ]] τῆς φωνῆς Plut. его мимика опережала речь. | |||
}} | }} |