μορμύρω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μορμύρω:''' [ῡ], λέγεται για το [[νερό]], ηχώ [[καθώς]] ρέω και [[βράζω]] (μεταφ. για τον χαρακτηριστικό ήχο της ροής των υδάτων), σε Ομήρ. Ιλ. (ηχομιμ., όπως το Λατ. [[murmur]]).
|lsmtext='''μορμύρω:''' [ῡ], λέγεται για το [[νερό]], ηχώ [[καθώς]] ρέω και [[βράζω]] (μεταφ. για τον χαρακτηριστικό ήχο της ροής των υδάτων), σε Ομήρ. Ιλ. (ηχομιμ., όπως το Λατ. [[murmur]]).
}}
{{elru
|elrutext='''μορμύρω:''' (ῡ) клокотать, шуметь: ποταμὸς ἀφρῷ μορμύρων Hom. шумно пенящаяся река.
}}
}}