3,274,919
edits
(44) |
(4b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑστερικός]], -ή, -όν, ΝΑ, θηλ. και υστερικιά Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υστερία]] («υστερική [[κρίση]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[υστερία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μήτρα]] («ὑστερικὸς [[ὑμήν]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) αυτός που πάσχει στη [[μήτρα]], που υποφέρει από πόνους της μήτρας («μόνον ὑστερικόν ἐστι γυνὴ τῶν ἄλλων ζῴων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑστερικά</i><br />οι πόνοι της μήτρας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υστερικώς</i> / <i>ὑστερικῶς</i> ΝΑ, και <i>υστερικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο υστερικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑστέρα]] «[[μήτρα]]». Για την επιστημον. σημ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[υστερία]]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[ὑστερικός]], -ή, -όν, ΝΑ, θηλ. και υστερικιά Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υστερία]] («υστερική [[κρίση]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[υστερία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μήτρα]] («ὑστερικὸς [[ὑμήν]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) αυτός που πάσχει στη [[μήτρα]], που υποφέρει από πόνους της μήτρας («μόνον ὑστερικόν ἐστι γυνὴ τῶν ἄλλων ζῴων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑστερικά</i><br />οι πόνοι της μήτρας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υστερικώς</i> / <i>ὑστερικῶς</i> ΝΑ, και <i>υστερικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο υστερικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑστέρα]] «[[μήτρα]]». Για την επιστημον. σημ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[υστερία]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑστερικός:''' [[ὑστέρα]] II]<br /><b class="num">1)</b> маточный (πύρος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> подверженный маточным заболеваниям ([[γυνή]] Arst.). | |||
}} | }} |