Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολύκωπος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύκωπος:''' -ον (κωπή), αυτός που έχει [[πολλά]] [[κουπιά]], σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''πολύκωπος:''' -ον (κωπή), αυτός που έχει [[πολλά]] [[κουπιά]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύκωπος -ον [πολύς, κώπη] met veel roeiriemen.
}}
}}