Anonymous

καρπάλιμος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καρπάλῐμος:''' -ον (βλ. [[κραιπνός]]),<br /><b class="num">1.</b> γρήγορος, [[ταχύς]], Λατ. [[rapidus]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ. <i>-μως</i>, [[γρήγορα]], αστραπιαία, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> σε Πίνδ., <i>γέννες κ</i>., [[πρόθυμα]] σαγόνια.
|lsmtext='''καρπάλῐμος:''' -ον (βλ. [[κραιπνός]]),<br /><b class="num">1.</b> γρήγορος, [[ταχύς]], Λατ. [[rapidus]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ. <i>-μως</i>, [[γρήγορα]], αστραπιαία, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> σε Πίνδ., <i>γέννες κ</i>., [[πρόθυμα]] σαγόνια.
}}
{{elnl
|elnltext=καρπάλιμος -ον [~ κάλπη: draf] ep. vlug, snel; vooral adv. καρπαλίμως.
}}
}}