Anonymous

προεισάγω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προεισάγω:''' [ᾰ], Ιων. προ-εσ-, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φέρνω]] μέσα ή [[εισάγω]] πιο [[πριν]], σε Δημ. — Μέσ., [[εισάγω]] εκ των προτέρων για τον εαυτό μου, [[εισάγω]] από τον αγρό στην πόλη, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[προεισάγω]] [[ἑαυτοῦ]], [[πηγαίνω]], [[ανεβαίνω]] στη [[σκηνή]] [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]], σε Αριστ.
|lsmtext='''προεισάγω:''' [ᾰ], Ιων. προ-εσ-, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φέρνω]] μέσα ή [[εισάγω]] πιο [[πριν]], σε Δημ. — Μέσ., [[εισάγω]] εκ των προτέρων για τον εαυτό μου, [[εισάγω]] από τον αγρό στην πόλη, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[προεισάγω]] [[ἑαυτοῦ]], [[πηγαίνω]], [[ανεβαίνω]] στη [[σκηνή]] [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]], σε Αριστ.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-εισάγω act. eerder introduceren: met acc..; τὸν τοῦ πρεσβυτέρου π. eerst dat (het leven) van de oudere persoon introduceren Plut. Dion 2.7; intrans. eerder op het toneel verschijnen: met gen.. οὐθενὶ... πώποτε παρῆκεν ἑαυτου προεισάγειν hij heeft nooit iemand toegestaan eerder dan hijzelf op het toneel te verschijnen Aristot. Pol. 1336b29. med. van tevoren naar binnen brengen:. προεσάξαντο σιτία zij hadden van tevoren proviand ingeslagen Hdt. 1.190.2.
}}
}}