Anonymous

συμπαθής: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπᾰθής:''' -ές ([[παθεῖν]]), αυτός που μοιράζεται τα [[ίδια]] αισθήματα με κάποιον, [[πονόψυχος]], <i>τινι</i>, σε Αριστ.· απόλ., αυτός που προκαλεί τη [[συμπάθεια]] κάποιου, στον ίδ.
|lsmtext='''συμπᾰθής:''' -ές ([[παθεῖν]]), αυτός που μοιράζεται τα [[ίδια]] αισθήματα με κάποιον, [[πονόψυχος]], <i>τινι</i>, σε Αριστ.· απόλ., αυτός που προκαλεί τη [[συμπάθεια]] κάποιου, στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=συμπαθής -ές, Att. ook ξυμπαθής [συμπάσχω] meevoelend, meelevend.
}}
}}