Anonymous

κρόταλον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρότᾰλον:''' τό ([[κροτέω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κρόταλο]], [[καστανιέτα]], που χρησιμοποιούνταν για τη [[λατρεία]] της Κυβέλης ή του Διονύσου, σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[άνθρωπος]] αδολεσχής, [[φλύαρος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κρότᾰλον:''' τό ([[κροτέω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κρόταλο]], [[καστανιέτα]], που χρησιμοποιούνταν για τη [[λατρεία]] της Κυβέλης ή του Διονύσου, σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[άνθρωπος]] αδολεσχής, [[φλύαρος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=κρόταλον -ου, τό [κρότος] alleen plur. ratel, klepper (ter begeleiding van dansen):. αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι κροταλίζουσι sommige vrouwen klepperden met hun ratels Hdt. 2.60.1. sing. overdr. ratel, kletser:. κρόταλον δριμύ sluwe kletser Eur. Cycl. 104.
}}
}}