Anonymous

κολυμβάω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κολυμβάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[βουτώ]] στη [[θάλασσα]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''κολυμβάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[βουτώ]] στη [[θάλασσα]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elnl
|elnltext=κολυμβάω [κόλυμβος] duiken; ook zwemmen. NT.
}}
}}