3,277,211
edits
(3) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δαιμόνιον:''' τό ([[δαίμων]]),<br /><b class="num">I.</b> [[θεότητα]], Λατ. [[numen]], ή θεϊκή [[πράξη]], [[ενέργεια]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· μοιραίο, αναπόφευκτο, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> κατώτερο θεϊκό [[πλάσμα]], [[δαίμονας]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[δαίμονας]], διαβολικό [[πνεύμα]], [[διάβολος]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''δαιμόνιον:''' τό ([[δαίμων]]),<br /><b class="num">I.</b> [[θεότητα]], Λατ. [[numen]], ή θεϊκή [[πράξη]], [[ενέργεια]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· μοιραίο, αναπόφευκτο, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> κατώτερο θεϊκό [[πλάσμα]], [[δαίμονας]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[δαίμονας]], διαβολικό [[πνεύμα]], [[διάβολος]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δαιμόνιον -ου, τό [δαίμων] naamloze goddelijke instantie die kan ingrijpen in het menselijke bestaan: godheid, goddelijke macht:. τοῦ δαιμονίου παρασκευάζοντος ὅκως … omdat de godheid ervoor wilde zorgen dat … Hdt. 2.120.5. bovenmenselijk wezen (naast goden en heroën) dat mensen beschermt of ze juist kwaad doet: geest, genius, demon:; μή τι δαιμόνιον τὰ πράγματ ’ ἐλαύνῃ (te vrezen) dat een demon de zaken aandrijft Dem. 9.54; spec. van de innerlijke stem van Socrates, die hem waarschuwde wanneer hij iets verkeerds dreigde te doen: het daimonion; christ.: δαιμόνια ἐκβάλλειν demonen uitdrijven NT. | |||
}} | }} |