Anonymous

διαλέγω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(3)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαλέγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">Α.</b> [[επιλέγω]] [[κάτι]] από [[κάτι]] [[άλλο]], κάνω [[επιλογή]], [[εκλέγω]], σε Ηρόδ., Ξεν. <b>Β.</b> Αποθ., <i>δια-λέγομαι</i>, μέλ. -[[λέξομαι]] και <i>-λεχθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>δι-ελεξάμην</i> και <i>διελέχθην</i>, παρακ. [[διείλεγμαι]], γʹ ενικ. υπερσ. <i>διείλεκτο</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[συνδιαλέγομαι]] με, [[συνομιλώ]] με, [[συσκέπτομαι]], <i>τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[πρός]] τινα, σε Πλάτ.· <i>δ. τί τινι</i> ή [[πρός]] τινα, [[συζητώ]] μια [[υπόθεση]] με κάποιον, σε Ξεν.· <i>δ. τινι μὴ ποιεῖν</i>, [[προσπαθώ]] συνομιλώντας να [[πείσω]] κάποιον να μην κάνει [[κάτι]], σε Θουκ.· απόλ., [[μιλώ]], [[συνομιλώ]], [[συζητώ]] με επιχειρήματα, [[εξετάζω]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[μεταχειρίζομαι]] κάποια συγκεκριμένη διάλεκτο ή [[γλώσσα]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''διαλέγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">Α.</b> [[επιλέγω]] [[κάτι]] από [[κάτι]] [[άλλο]], κάνω [[επιλογή]], [[εκλέγω]], σε Ηρόδ., Ξεν. <b>Β.</b> Αποθ., <i>δια-λέγομαι</i>, μέλ. -[[λέξομαι]] και <i>-λεχθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>δι-ελεξάμην</i> και <i>διελέχθην</i>, παρακ. [[διείλεγμαι]], γʹ ενικ. υπερσ. <i>διείλεκτο</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[συνδιαλέγομαι]] με, [[συνομιλώ]] με, [[συσκέπτομαι]], <i>τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[πρός]] τινα, σε Πλάτ.· <i>δ. τί τινι</i> ή [[πρός]] τινα, [[συζητώ]] μια [[υπόθεση]] με κάποιον, σε Ξεν.· <i>δ. τινι μὴ ποιεῖν</i>, [[προσπαθώ]] συνομιλώντας να [[πείσω]] κάποιον να μην κάνει [[κάτι]], σε Θουκ.· απόλ., [[μιλώ]], [[συνομιλώ]], [[συζητώ]] με επιχειρήματα, [[εξετάζω]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[μεταχειρίζομαι]] κάποια συγκεκριμένη διάλεκτο ή [[γλώσσα]], σε Ηρόδ.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-λέγω, Aeol. ζαλέγω, meestal med.; aor. διελέχθην, ep. διελεξάμην, Dor. διελεξάμαν; perf. διείλεγμαι en διαλέλεγμαι; fut. διαλέξομαι, fut. pass. διαλεχθήσομαι act. uitkiezen, verzamelen:; τῆς στρατιῆς διαλέγειν τοὺς βούλεται uit het leger uitkiezen wie hij wilde Hdt. 8.107.1; scheiden:. δ. τά τε ὑγιῆ καὶ τὰ μή de gezonde en de ongezonde (beesten) scheiden Plat. Lg. 735b; διαλέγουσαν τὴν ὀπήν κατέλαβον ik betrapte haar terwijl zij het gat uitgroef Aristoph. Lys. 720. med. redeneren, discussiëren:; τί μοι διαλέγει; waarom blijf je tegen mij praten? Aristoph. Eccl. 930; οὐδὲ χρήματα... λαμβάνων διαλέγομαι zonder er geld voor te krijgen voer ik gesprekken Plat. Ap. 33a; διαλέγεσθαι δυνατώτατοι het best in staat te disputeren Xen. Mem. 4.5.12; met περί + gen. over; πρὸς ἕτερον περὶ τούτου διαλέγεσθαι over hem discussiëren met een ander Lys. 12.24; geestelijk overwegen, met dat.:; τίη μοι ταῦτα φίλος διελέξατο θυμός; waarom gaf mijn hart mij dit in overweging? Il. 11.407; seks. gemeenschap hebben:. οὐκ ἂν διαλεχθείην διεσπλεκωμένῃ ik wil echt geen gemeenschap hebben met zo’n afgelikt wijf Aristoph. Pl. 1082. alg. spreken. κατὰ ταὐτὰ διαλεγόμεναι σφίσι zij spreken onderling hetzelfde dialect Hdt. 1.142.3.
}}
}}