Anonymous

πευθώ: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πευθώ:''' -οῦς, ὁ ([[πυθέσθαι]]), ειδήσεις, μαντάτα, [[νέα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πευθώ:''' -οῦς, ὁ ([[πυθέσθαι]]), ειδήσεις, μαντάτα, [[νέα]], σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πευθώ -οῦς, ἡ [πεύθομαι] bericht.
}}
}}