Anonymous

κατειρωνεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατειρωνεύομαι:''' αποθ., [[χρησιμοποιώ]] [[ειρωνεία]] [[έναντι]] κάποιου, [[υποτιμώ]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''κατειρωνεύομαι:''' αποθ., [[χρησιμοποιώ]] [[ειρωνεία]] [[έναντι]] κάποιου, [[υποτιμώ]], σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-ειρωνεύομαι in de maling nemen. verbergen, verzwijgen:. κ. τὴν ἐξουσίαν zijn macht verborgen houden Plut. Phoc. 29.3.
}}
}}