Anonymous

προβουλεύω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προβουλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σκέφτομαι]] ή [[μελετώ]] πιο [[πριν]], σε Θουκ.· [[συζητώ]] ή [[θεωρώ]] [[πρώτος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τη [[βουλή]] στην Αθήνα, [[κρίνω]] ή [[αποφασίζω]] ένα [[προβούλευμα]], σε Ξεν., Δημ.· λέγεται για άρχοντες, [[προτείνω]] [[ψήφισμα]], σε Θουκ.· απρόσ. σε Παθ., <i>τῇ βουλῇ προβεβούλευται</i>, με αιτ. και απαρ., έχει αποφασιστεί με [[προβούλευμα]] ότι..., σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[αποφαίνομαι]] με τέτοια [[απόφαση]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> έχω τον πρώτο λόγο στη [[βουλή]] και στην [[ψήφιση]] των βουλευμάτων, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> [[προβουλεύω]] τινός, [[προνοώ]] για κάποιον, [[φροντίζω]] για το καλό του, σε Αριστοφ., Ξεν.
|lsmtext='''προβουλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σκέφτομαι]] ή [[μελετώ]] πιο [[πριν]], σε Θουκ.· [[συζητώ]] ή [[θεωρώ]] [[πρώτος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τη [[βουλή]] στην Αθήνα, [[κρίνω]] ή [[αποφασίζω]] ένα [[προβούλευμα]], σε Ξεν., Δημ.· λέγεται για άρχοντες, [[προτείνω]] [[ψήφισμα]], σε Θουκ.· απρόσ. σε Παθ., <i>τῇ βουλῇ προβεβούλευται</i>, με αιτ. και απαρ., έχει αποφασιστεί με [[προβούλευμα]] ότι..., σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[αποφαίνομαι]] με τέτοια [[απόφαση]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> έχω τον πρώτο λόγο στη [[βουλή]] και στην [[ψήφιση]] των βουλευμάτων, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> [[προβουλεύω]] τινός, [[προνοώ]] για κάποιον, [[φροντίζω]] για το καλό του, σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-βουλεύω act. adviseren, abs.:; οἵτινες περὶ τῶν παρόντων... προβουλεύσουσι die over de situatie advies moesten geven Thuc. 8.1.3; met gen..; ἐπιμελὲς ἔσται τοῦ δήμου προβουλεύειν het zal de taak (van de Raad) zijn de volksvergadering te adviseren Aristot. Pol. 1299b33; onpers. pass..; προβεβούλευται ὅπως ἄν... er is geadviseerd dat Aristoph. Eccl. 623; een voorlopig besluit nemen, met acc.:; ἡ βουλὴ ταῦτα προυβεβουλεύκει de Raad had dat als voorlopig besluit genomen Dem. 19.34; abs. de eerste stem hebben. Xen. Cyr. 8.7.9. tevoren bedenken:. π. ὅπως μηδὲν αὐτῶν δεήσει van tevoren bedenken hoe hij daarmee niets van doen zou hebben Thuc. 3.82.5; μὴ προβουλεύσας zonder voorbedachten rade Aristot. EN 1135b20. med. zich beraden:. τὰ δ ’ ἂν νήφοντες προβουλεύσωνται, μεθυσκόμενοι ἐπιδιαγινώσκουσι waarover zij zich nuchter beraden hebben, dat bespreken ze nogmaals wanneer ze dronken zijn Hdt. 1.133.4; προβουλεύεσθαι κρεῖσσον πρὸ τῶν πράξεων ἢ μετανοεῖν het is beter zich te beraden voor het handelen dan later spijt te krijgen Democr. B 66; προελόμενοι μὲν ὅσα προβουλευσάμενοι ( πράττομεν ) met bewuste keuze handelen wij, wanneer wij ons tevoren beraden hebben Aristot. EN 1135b10. bevooroordeeld zijn:. οἳ μὲν οὖν μηδὲν προβουλεύονται οὐδὲν ἐξαμαρτάνουσι wie volstrekt niet bevooroordeeld is maakt in geen geval grote fouten Hp. Fract. 1.
}}
}}