Anonymous

παυσίλυπος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παυσίλῡπος:''' -ον ([[λύπη]]), αυτός που σταματά τη [[λύπη]], σε Ευρ.
|lsmtext='''παυσίλῡπος:''' -ον ([[λύπη]]), αυτός που σταματά τη [[λύπη]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=παυσίλυπος -ον [παύω, λύπη] pijnstillend.
}}
}}