Anonymous

ποικιλείμων: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποικῐλείμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[εἷμα]]), αυτός που [[φορά]] στολισμένο [[ένδυμα]], νὺξ [[ποικιλείμων]], σε [[σχέση]] με τα αστέρια, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ποικῐλείμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[εἷμα]]), αυτός που [[φορά]] στολισμένο [[ένδυμα]], νὺξ [[ποικιλείμων]], σε [[σχέση]] με τα αστέρια, σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=ποικιλείμων -ον, gen. -ονος [ποικίλος, εἷμα] met bont gewaad.
}}
}}