3,276,901
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποικῐλείμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[εἷμα]]), αυτός που [[φορά]] στολισμένο [[ένδυμα]], νὺξ [[ποικιλείμων]], σε [[σχέση]] με τα αστέρια, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ποικῐλείμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[εἷμα]]), αυτός που [[φορά]] στολισμένο [[ένδυμα]], νὺξ [[ποικιλείμων]], σε [[σχέση]] με τα αστέρια, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ποικιλείμων -ον, gen. -ονος [ποικίλος, εἷμα] met bont gewaad. | |||
}} | }} |