Anonymous

προαφηγέομαι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προαφηγέομαι:''' Ιων. προ-απηγ-, μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[αφηγούμαι]] από [[πριν]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''προαφηγέομαι:''' Ιων. προ-απηγ-, μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[αφηγούμαι]] από [[πριν]], σε Ηρόδ.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-αφηγέομαι, Ion. ptc. aor. προαπηγησάμενος, als eerste vertellen.
}}
}}