Anonymous

διαθρυλέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(3)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαθρῡλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = [[διαθροέω]], [[κυρίως]] στην Παθ.:<br /><b class="num">I.</b> κοινολογούμαι, διαδίδομαι, διαφημίζομαι, <i>διετεθρύλητο ὡς..</i>., σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ξεκουφαίνομαι από τη συνεχή [[ομιλία]], διαθρυλούμενος [[ὑπό]] [[σου]], στον ίδ.
|lsmtext='''διαθρῡλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = [[διαθροέω]], [[κυρίως]] στην Παθ.:<br /><b class="num">I.</b> κοινολογούμαι, διαδίδομαι, διαφημίζομαι, <i>διετεθρύλητο ὡς..</i>., σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ξεκουφαίνομαι από τη συνεχή [[ομιλία]], διαθρυλούμενος [[ὑπό]] [[σου]], στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-θρυλέω, later ook διαθρυλλέω overal verkondigen:; οἶμαι αὐτοὺς ἤδη κατατρῖφθαι διαθρυλουμένους ὑπὸ σοῦ ik meen dat zij het er helemaal mee gehad hebben dat er steeds door jou over hen gesproken wordt Xen. Mem. 1.2.37; meestal onpers. perf. en plqperf. pass. het is algemeen bekend:; διετεθρύλητο γὰρ ὡς... want het was algemeen bekend dat... Xen. Mem. 1.1.2; overdr.: doof gekletst zijn, genoeg hebben van:. ὑπ ’ ἐμοῦ ἀεὶ ἀκούων διατεθρύληται hij heeft er genoeg van dit steeds van mij te horen Plat. Lys. 205b; διατεθρυλημένος τὰ ὦτα mijn oren zijn doof gekletst Plat. Resp. 358c.
}}
}}