Anonymous

δᾳδουχέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(3)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δᾳδουχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κατέχω]] το [[αξίωμα]] του <i>δᾳδούχου</i>, [[μεταφέρω]] το δαυλό, [[κρατώ]] αναμμένα δαδιά και [[φέγγω]] [[ιδίως]] στις πομπές, σε Ευρ.
|lsmtext='''δᾳδουχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κατέχω]] το [[αξίωμα]] του <i>δᾳδούχου</i>, [[μεταφέρω]] το δαυλό, [[κρατώ]] αναμμένα δαδιά και [[φέγγω]] [[ιδίως]] στις πομπές, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=δᾳδουχέω [δᾳδοῦχος] een fakkel dragen, fakkeldrager zijn.
}}
}}