Anonymous

σκέπαρνον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκέπαρνον:''' τό ή [[σκέπαρνος]], ὁ, [[τσεκούρι]] του ξυλουργού, [[σκεπάρνι]], που χρησιμοποιείτο για να εξομαλύνει τους κορμούς των δέντρων, διαφέρει από το [[πέλεκυς]], σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''σκέπαρνον:''' τό ή [[σκέπαρνος]], ὁ, [[τσεκούρι]] του ξυλουργού, [[σκεπάρνι]], που χρησιμοποιείτο για να εξομαλύνει τους κορμούς των δέντρων, διαφέρει από το [[πέλεκυς]], σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elnl
|elnltext=σκέπαρνον -ου, τό en σκέπαρνος -ου, ὁ bijl; geneesk. bepaald type verband. Hp.
}}
}}