3,277,206
edits
(31) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πεπαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[ωρίμαση]] ή στο [[μαλάκωμα]], [[μαλακτικός]] («λουτρὸν πτυάλου πεπαντικόν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πεπαντικὸν [[μέλος]]» — κατευναστικό, καταπραϋντικό [[τραγούδι]]. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[πεπαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[ωρίμαση]] ή στο [[μαλάκωμα]], [[μαλακτικός]] («λουτρὸν πτυάλου πεπαντικόν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πεπαντικὸν [[μέλος]]» — κατευναστικό, καταπραϋντικό [[τραγούδι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πεπαντικός -ή -όν [πεπαίνω] geneesk. rijp makend, met gen.: πτυάλου πεπαντικόν fluim (speekselklodders) vormend Hp. Acut. 66. | |||
}} | }} |