Anonymous

πεπαντικός: Difference between revisions

From LSJ
nl
(31)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πεπαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[ωρίμαση]] ή στο [[μαλάκωμα]], [[μαλακτικός]] («λουτρὸν πτυάλου πεπαντικόν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πεπαντικὸν [[μέλος]]» — κατευναστικό, καταπραϋντικό [[τραγούδι]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πεπαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[ωρίμαση]] ή στο [[μαλάκωμα]], [[μαλακτικός]] («λουτρὸν πτυάλου πεπαντικόν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πεπαντικὸν [[μέλος]]» — κατευναστικό, καταπραϋντικό [[τραγούδι]].
}}
{{elnl
|elnltext=πεπαντικός -ή -όν [πεπαίνω] geneesk. rijp makend, met gen.: πτυάλου πεπαντικόν fluim (speekselklodders) vormend Hp. Acut. 66.
}}
}}