Anonymous

τρίπηχυς: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρίπηχυς:''' -υ, γεν. <i>-εος</i>, αυτός που έχει [[μήκος]] ή ύψος τριών πήχεων, σε Ηρόδ., Αττ.
|lsmtext='''τρίπηχυς:''' -υ, γεν. <i>-εος</i>, αυτός που έχει [[μήκος]] ή ύψος τριών πήχεων, σε Ηρόδ., Αττ.
}}
{{elnl
|elnltext=τρίπηχυς -υ, gen. -εος [τρι -, πῆχυς] van drie el, drie el lang.
}}
}}