3,273,324
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρακτικός:''' -ή, -όν ([[πράσσω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κατάλληλος]] για [[δράση]], [[κατάλληλος]] για [[απασχόληση]], εργασιομανής, [[πρακτικός]], σε Ξεν., Πλάτ.· <i>αἱ πρακτικαὶ ἀρχαί</i>, οι αρχές της δράσης, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[ενεργητικός]], [[δραστήριος]], σε Πολύβ.· πρακτικὸς [[παρά]] τινος, αυτός που κατορθώνει να λάβει από κάποιον αυτό που ποθεί, σε Ξεν. <b>3. I.</b> με γεν., [[ικανός]] να κατορθώσει [[κάτι]] κ.λπ., σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[δραστικός]], [[ισχυρός]], σε Αριστοφ., Πλάτ. | |lsmtext='''πρακτικός:''' -ή, -όν ([[πράσσω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κατάλληλος]] για [[δράση]], [[κατάλληλος]] για [[απασχόληση]], εργασιομανής, [[πρακτικός]], σε Ξεν., Πλάτ.· <i>αἱ πρακτικαὶ ἀρχαί</i>, οι αρχές της δράσης, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[ενεργητικός]], [[δραστήριος]], σε Πολύβ.· πρακτικὸς [[παρά]] τινος, αυτός που κατορθώνει να λάβει από κάποιον αυτό που ποθεί, σε Ξεν. <b>3. I.</b> με γεν., [[ικανός]] να κατορθώσει [[κάτι]] κ.λπ., σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[δραστικός]], [[ισχυρός]], σε Αριστοφ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρακτικός -ή -όν [πράττω] effectief, nuttig:; οἴνου γὰρ εὕροις ἄν τι πρακτικώτερον; kan je dan iets bedenken dat effectiever is dan wijn? Aristoph. Eq. 91; πρὸς πάντα πράγματ ’ ἐστὶ πρακτικώτερον εὐκαιρία in alle zaken is tact efficiënter Men. Dysc. 128; van pers. succesvol:. ὅτι... παρὰ θεῶν πρακτικώτερος εἴη,... ὅστις... dat diegene van de goden meer succes zal krijgen die... Xen. Cyr. 1.6.3. op actie gericht, praktisch:; ἐπιστήμη πρακτική praktische kennis Plat. Plt. 258e; δύναμις... καθ ’ ἣν ἔσται πρακτικός capaciteit waardoor hij actief zal worden Aristot. Pol. 1325b16; αἱ πρακτικαὶ ἀρχαί de principes van het handelen Aristot. EN 1144a35; πρακτικά ( sc. μελῆ ) liederen gericht op handelen Aristot. Pol. 1341b34; van pers..; σέ... καὶ φίλον καὶ πρακτικὸν κρίνας omdat ik je als vriend en praktisch man beschouw Men. Dysc. 56; geschikt om te doen, met gen.:; π. τῶν καλῶν geschikt voor het verrichten van edele daden Aristot. EN 1099b31; adv. πρακτικῶς op actieve wijze:. τὸ γὰρ καλὸν ἐφ ’ αὑτὸ πρακτικῶς κινεῖ want het schone heeft op actieve wijze aantrekkingskracht Plut. Per. 2.4. | |||
}} | }} |