Anonymous

παρατηρέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρατηρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[παρατηρώ]] από κοντά, [[παρακολουθώ]] προσεκτικά, [[επιτηρώ]] κάποιον, σε Ξεν.· ομοίως στη Μέσ., σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[φροντίζω]], [[ὅπως]] μή..., σε Δημ.
|lsmtext='''παρατηρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[παρατηρώ]] από κοντά, [[παρακολουθώ]] προσεκτικά, [[επιτηρώ]] κάποιον, σε Ξεν.· ομοίως στη Μέσ., σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[φροντίζω]], [[ὅπως]] μή..., σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-τηρέω in de gaten houden:. παρατηρεῖτ ( ε )... τοῦτον ὁπότερα τῷ σίτῳ ὄψῳ ἢ τῷ ὄψῳ σίτῳ χρήσεται let goed op, of hij het brood als vlees behandelt of het vlees als brood Xen. Mem. 3.14.4; παρετηροῦντο... αὐτόν... εἰ ἐν τῷ σαββάτῳ θεραπεύει zij hielden in de gaten, of hij op de sabbat zou genezen NT Luc. 6.7. oppassen, waken (dat niet):. ὅπως τοῦτο μή γένοιτο παρατηρῶν ervoor wakend dat dat gebeurde Dem. 18.161. in acht nemen:; παρατηρεῖν... τὸ μέτριον de juiste maat in acht nemen Aristot. Rh. 1405b33; ook med.. ἡμέρας παρατηρεῖσθε καὶ μῆνας jullie houden je aan de dagen en maanden NT Gal. 4.10.
}}
}}