Anonymous

καυτήριον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καυτήριον:''' τό ([[καίω]]), [[σίδερο]] που καυτηριάζει, σε Λουκ., Κ.Δ.
|lsmtext='''καυτήριον:''' τό ([[καίω]]), [[σίδερο]] που καυτηριάζει, σε Λουκ., Κ.Δ.
}}
{{elnl
|elnltext=καυτήριον -ου, τό [καυτήρ] brandijzer.
}}
}}