Anonymous

τυραννεύω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τῠραννεύω:''' μέλ. <i>τυραννεύσω</i>, και τῠραννέω, μέλ. <i>τυραννήσω</i>, το πρώτο πάντα στον Ηρόδ.· και τα [[δύο]] ρήματα στους Αττ. ποιητές, [[χάριν]] μέτρου· αόρ. <i>ἐτυράννευσα</i>, <i>ἐτυράννησα</i>· παρακ. <i>τετυράννευκα</i>, <i>τετυράννηκα</i> — Παθ., Μέσ. μέλ. <i>τυραννήσομαι</i> με Παθ. [[σημασία]]· αόρ. <i>ἐτυραννεύθην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> είμαι [[τύραννος]], [[απόλυτος]] [[άρχων]] ή [[δεσπότης]], και στον αόρ., [[γίνομαι]] [[τέτοιος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· είμαι [[βασιλιάς]] ή [[βασίλισσα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., είμαι [[δεσποτικός]], [[άρχοντας]] κάποιου λαού ή τόπου, σε Σόλωνα, Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ., [[κυβερνώ]], σε Λουκ. — Παθ., κυβερνιέμαι τυραννικά, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> έχω τυραννικές διαθέσεις, [[ενεργώ]] ως [[τύραννος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''τῠραννεύω:''' μέλ. <i>τυραννεύσω</i>, και τῠραννέω, μέλ. <i>τυραννήσω</i>, το πρώτο πάντα στον Ηρόδ.· και τα [[δύο]] ρήματα στους Αττ. ποιητές, [[χάριν]] μέτρου· αόρ. <i>ἐτυράννευσα</i>, <i>ἐτυράννησα</i>· παρακ. <i>τετυράννευκα</i>, <i>τετυράννηκα</i> — Παθ., Μέσ. μέλ. <i>τυραννήσομαι</i> με Παθ. [[σημασία]]· αόρ. <i>ἐτυραννεύθην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> είμαι [[τύραννος]], [[απόλυτος]] [[άρχων]] ή [[δεσπότης]], και στον αόρ., [[γίνομαι]] [[τέτοιος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· είμαι [[βασιλιάς]] ή [[βασίλισσα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., είμαι [[δεσποτικός]], [[άρχοντας]] κάποιου λαού ή τόπου, σε Σόλωνα, Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ., [[κυβερνώ]], σε Λουκ. — Παθ., κυβερνιέμαι τυραννικά, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> έχω τυραννικές διαθέσεις, [[ενεργώ]] ως [[τύραννος]], σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=τυραννεύω en τυραννέω [τύραννος] tyrannos zijn, alleenheerser zijn, abs.:; εἰ καὶ τυραννεῖς ook al ben je alleenheerser Soph. OT 408; met gen.:; τυραννεῖν Ἀθηναίων de alleenheerser van Athene zijn Hdt. 1.59.1; overdr.. τυραννεύσασα ἡ ἐπιθυμία het verlangen dat de overhand heeft gekregen Plat. Phaedr. 238b; τυραννεῖν τοῦ συμποσίου leiding geven aan het drinkgelag Luc. 80.3.2. med. zich als alleenheerser gedragen. pass. geregeerd worden door een tyrannos:; εἰς τυραννουμένην πόλιν de staat die door een alleenheerser wordt geregeerd Plat. Resp. 545c; overdr.: τυραννευθεὶς δὲ ὑπὸ Ἔρωτος onder de tirannie van Eros levend Plat. Resp. 574e.
}}
}}