Anonymous

διάπυρος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(4)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διάπῠρος:''' -ον ([[διά]], [[πῦρ]]),<br /><b class="num">1.</b> ερυθροπυρωμένος, πυροκόκκινος, σε Αναξαγ. [[παρά]] Ξεν., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[θερμός]], [[σφοδρός]], φλογισμένος, [[διάπυρος]], [[ασυγκράτητος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''διάπῠρος:''' -ον ([[διά]], [[πῦρ]]),<br /><b class="num">1.</b> ερυθροπυρωμένος, πυροκόκκινος, σε Αναξαγ. [[παρά]] Ξεν., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[θερμός]], [[σφοδρός]], φλογισμένος, [[διάπυρος]], [[ασυγκράτητος]], σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=διάπυρος -ον [διά, πῦρ] roodgloeiend; subst.. τὰ διάπυρα gloeiende houtskool Plat. Tim. 58c. geneesk. ontstoken. overdr.: fel, woest:. ἄνδρες... διάπυροι ἰδεῖν vervaarlijk uitziende mannen Plat. Resp. 615e; μῖσος felle haat Plut. Arat. 3.1.
}}
}}