Anonymous

διασείω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(4)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διασείω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κουνώ]] βίαια, [[τραντάζω]], <i>τι</i>, σε Πλάτ.· <i>δ. τῇ οὐρᾷ</i>, [[κουνώ]] την [[ουρά]], δηλ. [[συνεχίζω]] να [[κουνώ]] την [[ουρά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[αναστατώνω]], [[φέρνω]] σε [[σύγχυση]], [[συνταράσσω]], [[συγχύζω]], σε Ηρόδ.· [[αποσπώ]] χρήματα από ένα [[πρόσωπο]], [[εξαπατώ]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''διασείω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κουνώ]] βίαια, [[τραντάζω]], <i>τι</i>, σε Πλάτ.· <i>δ. τῇ οὐρᾷ</i>, [[κουνώ]] την [[ουρά]], δηλ. [[συνεχίζω]] να [[κουνώ]] την [[ουρά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[αναστατώνω]], [[φέρνω]] σε [[σύγχυση]], [[συνταράσσω]], [[συγχύζω]], σε Ηρόδ.· [[αποσπώ]] χρήματα από ένα [[πρόσωπο]], [[εξαπατώ]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elnl
|elnltext=δια-σείω door elkaar (doen) schudden; overdr. opschudden, in opschudding brengen:; τὰ παρόντα δ. de status quo opschudden Plut. Cic. 10.2; ( iem. ) uitschudden, afpersen.
}}
}}