Anonymous

κερκίζω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κερκίζω:''' κάνω το ύφασμα πυκνό με την <i>[[κερκίδα]]</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''κερκίζω:''' κάνω το ύφασμα πυκνό με την <i>[[κερκίδα]]</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=κερκίζω [κερκίς] weven.
}}
}}