3,277,218
edits
(21) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κολυμβητικός]], -ή, -όν) [[κολυμβητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον κολυμβητή ή στην [[κολύμβηση]] («κολυμβητικοί αγώνες»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κολυμβητική</i><br />η [[τέχνη]] της κολύμβησης<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κολυμβητικά</i><br /><b>ζωολ.</b> [[υπόταξη]] δεκάποδων καρκινοειδών που περιλαμβάνει τις γαρίδες. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[κολυμβητικός]], -ή, -όν) [[κολυμβητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον κολυμβητή ή στην [[κολύμβηση]] («κολυμβητικοί αγώνες»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κολυμβητική</i><br />η [[τέχνη]] της κολύμβησης<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κολυμβητικά</i><br /><b>ζωολ.</b> [[υπόταξη]] δεκάποδων καρκινοειδών που περιλαμβάνει τις γαρίδες. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κολυμβητικός -ή -όν [κολυμβάω] duik-:. ἡ κολυμβητική ( sc. τέχνη ) duikkunst Plat. Sph. 220a. | |||
}} | }} |