Anonymous

συνεπαινέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεπαινέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>, Επικ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[επιδοκιμάζω]] από κοινού, [[παρέχω]] [[κοινή]] [[έγκριση]], [[συναινώ]], [[συγκατατίθεμαι]], σε Αισχύλ., Ξεν.· με απαρ., [[συνεπαινέω]] μάχεσθαι, [[συμβουλεύω]], [[συνιστώ]] επίσης να δοθεί [[μάχη]], σε Θουκ.· [[συνεπαινέω]] τι, [[συναινώ]], [[συγκατανεύω]] ή [[συμφωνώ]] με, [[συνομολογώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εξυμνώ]], [[εξαίρω]] από κοινού, <i>τινά</i>, σε Ξεν., Πλάτ.
|lsmtext='''συνεπαινέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>, Επικ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[επιδοκιμάζω]] από κοινού, [[παρέχω]] [[κοινή]] [[έγκριση]], [[συναινώ]], [[συγκατατίθεμαι]], σε Αισχύλ., Ξεν.· με απαρ., [[συνεπαινέω]] μάχεσθαι, [[συμβουλεύω]], [[συνιστώ]] επίσης να δοθεί [[μάχη]], σε Θουκ.· [[συνεπαινέω]] τι, [[συναινώ]], [[συγκατανεύω]] ή [[συμφωνώ]] με, [[συνομολογώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εξυμνώ]], [[εξαίρω]] από κοινού, <i>τινά</i>, σε Ξεν., Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-επαινέω, Att. ook ξυνεπαινέω samen of mede goedkeuren, instemmen met; met acc.; met inf. het idee goedkeuren om, instemmen met het voorstel om. van personen eveneens prijzen, mede complimenteren.
}}
}}