Anonymous

κώπη: Difference between revisions

From LSJ
876 bytes added ,  31 December 2018
nl
(5)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κώπη:''' ἡ (από τη √<i>ΚΑΠ</i>, Λατ. cap-io), [[κάθε]] [[λαβή]]·<br /><b class="num">1.</b> [[χερούλι]] κουπιού και γενικά [[κουπί]], σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ., Αττ.· νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ = [[θαλαμίτης]], μεταφ., λέγεται για άνθρωπο χαμηλής τάξης, σε Αισχύλ.· παραπέμπειν ἐφ' [[ἕνδεκα]] κώπαις, [[ρητό]] αμφιβ. προέλευσης που σημαίνει «[[συνοδεύω]] με όλες τις τιμές», σε Αριστοφ.· ποιητ. προς [[δήλωση]] πλοίων, <i>κλεινᾷ σὺν κώπᾳ</i>, λέγεται για την [[αρμάδα]] του Αγαμέμνονα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[λαβή]] ξίφους, [[λαβή]] εγχειριδίου, Λατ. [[capulus]], σε Όμηρ., Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[λαβή]] κλειδιού, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> [[λαβή]] λαμπάδας ή πυρσού, σε Ευρ.
|lsmtext='''κώπη:''' ἡ (από τη √<i>ΚΑΠ</i>, Λατ. cap-io), [[κάθε]] [[λαβή]]·<br /><b class="num">1.</b> [[χερούλι]] κουπιού και γενικά [[κουπί]], σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ., Αττ.· νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ = [[θαλαμίτης]], μεταφ., λέγεται για άνθρωπο χαμηλής τάξης, σε Αισχύλ.· παραπέμπειν ἐφ' [[ἕνδεκα]] κώπαις, [[ρητό]] αμφιβ. προέλευσης που σημαίνει «[[συνοδεύω]] με όλες τις τιμές», σε Αριστοφ.· ποιητ. προς [[δήλωση]] πλοίων, <i>κλεινᾷ σὺν κώπᾳ</i>, λέγεται για την [[αρμάδα]] του Αγαμέμνονα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[λαβή]] ξίφους, [[λαβή]] εγχειριδίου, Λατ. [[capulus]], σε Όμηρ., Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[λαβή]] κλειδιού, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> [[λαβή]] λαμπάδας ή πυρσού, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κώπη -ης, ἡ, Dor. κώπᾱ [~ κάπτω] roeiriem:; κώπῃσιν ἅλα τύπτειν met de roeiriemen de zee slaan Od. 12.214; κώπας ἀναφέρειν de roeiriemen terugtrekken Thuc. 2.84.3; als collect.:; κλεινᾷ σὺν κώπᾳ met een schitterende vloot Eur. IT 140; overdr.: νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ bij de laagste roeiriem gezeten, (d.w.z. inferieur persoon) Aeschl. Ag. 1618. gevest:. χεῖρα δεξιὰν ὁρᾷς κώπης ἐπιψαύουσαν; zie je hoe mijn rechterhand op het gevest (van mijn zwaard) rust? Soph. Ph. 1255. handvat, greep:. δαλοῦ κώπη greep van een fakkel Eur. Cycl. 484; κώπη δ ’ ἐλέφαντος ἐπῆεν er zat een ivoren handvat op (de sleutel) Od. 21.7; κώπη τῆς μύλης zwengel van de molen Luc. 39.42.
}}
}}