Anonymous

διαπειλέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(4)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπειλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[απειλώ]] [[βιαίως]], [[εκβιάζω]], σε Ηρόδ. — ομοίως στη Μέσ., σε Αισχίν.
|lsmtext='''διαπειλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[απειλώ]] [[βιαίως]], [[εκβιάζω]], σε Ηρόδ. — ομοίως στη Μέσ., σε Αισχίν.
}}
{{elnl
|elnltext=δι-απειλέω (hevig) (be)dreigen; met dat.:; δ. τοῖς ἑταίροις zijn vrienden Plut. Alex. 76.8; met inf.:; δ. ἀποσφάξειν dreigen te doden Plut. Oth. 16.3; met ὡς-zin.: διαπειλέειν ὡς ἐλθοῦσα πρὸς τὸν βασιλέα μηνύσει αὐτὸν ἔχοντα τὰ χρήματα zij dreigde dat ze naar de koning zou gaan en zou vertellen dat hij het geld had Hdt. 2.121γ.2.
}}
}}