Anonymous

διαπεραιόω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(4)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπεραιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[μεταφέρω]] [[κάτι]], [[μεταβιβάζω]] στο [[απέναντι]] [[μέρος]], περνώ [[αντίκρυ]], σε Πλούτ. — Παθ., [[διαβαίνω]] [[απέναντι]], σε Θουκ.· διεπεραιώθη [[ξίφη]], τα [[σπαθιά]] αποτραβήχτηκαν από τις θήκες τους, σε Σοφ.
|lsmtext='''διαπεραιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[μεταφέρω]] [[κάτι]], [[μεταβιβάζω]] στο [[απέναντι]] [[μέρος]], περνώ [[αντίκρυ]], σε Πλούτ. — Παθ., [[διαβαίνω]] [[απέναντι]], σε Θουκ.· διεπεραιώθη [[ξίφη]], τα [[σπαθιά]] αποτραβήχτηκαν από τις θήκες τους, σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-περαιόω act. met acc., causat. overzetten (over water):. τοὺς στρατιώτας de soldaten Plut. Sull. 27.3. med.-pass. intrans. overvaren, oversteken: met acc..; τὸ πέλαγος de zee Plut. Demetr. 33.2; met εἰς + acc.:; ἐς Χίον naar Chios Thuc. 8.32.2; uitbr.: κολεῶν ἐρυστὰ διεπεραιώθη ξίφη de zwaarden staken uit hun schede Soph. Ai. 730.
}}
}}