Anonymous

δακρυσίστακτος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(3)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δακρυσίστακτος:''' -ον ([[στάζω]]), αυτός που στάζει δάκρυα, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δακρυσίστακτος:''' -ον ([[στάζω]]), αυτός που στάζει δάκρυα, σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=δακρυσίστακτος -ον [δάκρυ, στακτός] met dikke druppels tranen; n. plur. als adv.: δακρυσίστακτα in tranenvloed Aeschl. PV 399 (lyr.).
}}
}}