3,277,719
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκομίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μεταφέρω]] ή [[φέρνω]] στο ίδιο [[σημείο]], [[μαζεύω]], [[συλλέγω]], [[συγκεντρώνω]], σε Ηρόδ.· Μέσ., με Παθ. παρακ., [[φέρνω]] μαζί μου, [[συνάγω]], [[συλλέγω]], στον ίδ., σε Ξεν. — Παθ. συσσωρεύομαι από κοινού, σε Ηρόδ.· μεταφ., [[ταῦτα]] συγκομίζεται, κερδίζοντα, αποκτώνται ταυτοχρόνως και τα [[δύο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τη [[σοδειά]], [[συγκεντρώνω]], [[συλλέγω]], [[αποθηκεύω]], [[τοποθετώ]] σε σκεπασμένο χώρο, σε Ενεργ. και Μέσ., σε Ξεν. — Παθ., λέγεται για τη [[σοδειά]], <i>ὀργᾷ συγκομίζεσθαι</i>, είναι ώριμη για να σοδιαστεί, μαζευτεί, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[βοηθώ]] στον ενταφιασμό, [[κηδεύω]], σε Σοφ. | |lsmtext='''συγκομίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μεταφέρω]] ή [[φέρνω]] στο ίδιο [[σημείο]], [[μαζεύω]], [[συλλέγω]], [[συγκεντρώνω]], σε Ηρόδ.· Μέσ., με Παθ. παρακ., [[φέρνω]] μαζί μου, [[συνάγω]], [[συλλέγω]], στον ίδ., σε Ξεν. — Παθ. συσσωρεύομαι από κοινού, σε Ηρόδ.· μεταφ., [[ταῦτα]] συγκομίζεται, κερδίζοντα, αποκτώνται ταυτοχρόνως και τα [[δύο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τη [[σοδειά]], [[συγκεντρώνω]], [[συλλέγω]], [[αποθηκεύω]], [[τοποθετώ]] σε σκεπασμένο χώρο, σε Ενεργ. και Μέσ., σε Ξεν. — Παθ., λέγεται για τη [[σοδειά]], <i>ὀργᾷ συγκομίζεσθαι</i>, είναι ώριμη για να σοδιαστεί, μαζευτεί, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[βοηθώ]] στον ενταφιασμό, [[κηδεύω]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγ-κομίζω, Att. ook ξυγκομίζω bijeenbrengen, verzamelen, binnenbrengen, binnenhalen, met acc., m. n. van de oogst: pass..; ὀργᾷ συγκομίζεσθαι (de vruchten) zijn rijp om binnengebracht te worden Hdt. 4.199; ook med..; ἰατροὺς ἀρίστους πρὸς αὑτὸν σ. de beste dokters bij zich bijeenbrengen Xen. Cyr. 4.3.17; overdr.. ταῦτα … συγκομίζομαι πρὸς ἐμαυτόν al die eigenschappen verenig ik in mijzelf Xen. Cyr. 4.3.17; σ. τῇ μνήμῃ opslaan in het geheugen Luc. 8.10. helpen begraven; begraven. Plut. | |||
}} | }} |