3,277,179
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρυμνός:''' -ή, -όν, Επικ. επίθ., [[έσχατος]], [[τελευταίος]]· στον Όμηρ. πάντα το έσχατο [[μέρος]], [[μέλος]] του σώματος, η [[ρίζα]], πρυμνὸς [[βραχίων]], πρυμνὴ [[γλῶσσα]] κ.λπ.· ομοίως, <i>πρυμνὴν ὕλην ἐκτάμνειν</i>, [[κόβω]] το δέντρο από την [[ρίζα]], [[σύρριζα]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[δόρυ]] [[πρυμνόν]], το κατώτατο [[μέρος]] της αιχμής του [[δόρατος]], [[εκεί]] όπου συνάπτεται με την ξύλινη [[λαβή]], [[στέλεχος]], στο ίδ.· [[λᾶας]] πρυμνὸς [[παχύς]], [[λίθος]] [[πλατύς]] στη [[βάση]], αντίθ. προς το [[ὕπερθεν]] [[ὀξύς]] (που ακολουθεί), στο ίδ.· υπερθ. <i>πρυμνότατος</i>, σε Ομήρ. Οδ.· για το [[πρύμνη]] [[ναῦς]], βλ. [[πρύμνα]] (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''πρυμνός:''' -ή, -όν, Επικ. επίθ., [[έσχατος]], [[τελευταίος]]· στον Όμηρ. πάντα το έσχατο [[μέρος]], [[μέλος]] του σώματος, η [[ρίζα]], πρυμνὸς [[βραχίων]], πρυμνὴ [[γλῶσσα]] κ.λπ.· ομοίως, <i>πρυμνὴν ὕλην ἐκτάμνειν</i>, [[κόβω]] το δέντρο από την [[ρίζα]], [[σύρριζα]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[δόρυ]] [[πρυμνόν]], το κατώτατο [[μέρος]] της αιχμής του [[δόρατος]], [[εκεί]] όπου συνάπτεται με την ξύλινη [[λαβή]], [[στέλεχος]], στο ίδ.· [[λᾶας]] πρυμνὸς [[παχύς]], [[λίθος]] [[πλατύς]] στη [[βάση]], αντίθ. προς το [[ὕπερθεν]] [[ὀξύς]] (που ακολουθεί), στο ίδ.· υπερθ. <i>πρυμνότατος</i>, σε Ομήρ. Οδ.· για το [[πρύμνη]] [[ναῦς]], βλ. [[πρύμνα]] (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρυμνός -ή -όν [~ πρύμνα] uiterste, achterste: pred. voor achterste deel van iets; π. γλῶσσα wortel van de tong Il. 5.292; σκέλος bovenbeen Il. 16.314; ὕλην πρυμνὴν ἐκτάμοντες de bomen bij de wortel afsnijdend Il. 12.149; πρυμνὸς παχύς, αὐτὰρ ὕπερθεν ὀξὺς ἔην van onder was hij breed, maar van boven scherp (van een steen) Il. 12.446; subst. πρυμνὸν θέναρος handwortel. Il. 5.339. | |||
}} | }} |