Anonymous

κλωγμός: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλωγμός:''' ή [[κλωσμός]], ὁ ([[κλώσσω]]), [[φωνή]] ορνίθων, [[κακάρισμα]]· «κακαριστός» (κροταλιστός) [[ήχος]] μέσω του οποίου παρακινούσε [[κάποιος]] το [[άλογο]], σε Ξεν.
|lsmtext='''κλωγμός:''' ή [[κλωσμός]], ὁ ([[κλώσσω]]), [[φωνή]] ορνίθων, [[κακάρισμα]]· «κακαριστός» (κροταλιστός) [[ήχος]] μέσω του οποίου παρακινούσε [[κάποιος]] το [[άλογο]], σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=κλωγμός -οῦ, ὁ [κλώζω] geklak met de tong (teken van afkeuring).
}}
}}