Anonymous

πρόθυρον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόθῠρον:''' τό ([[θύρα]]),<br /><b class="num">1.</b> μπροστινή πόρτα, πόρτα που οδηγει από την <i>αὐλήν</i> στο εσωτερικό, σε Όμηρ.· επίσης στον πληθ., στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[χώρος]] [[πριν]] από την πόρτα, είδος υπόστεγου ή βεράντας, Λατ. [[vestibulum]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[Κόρινθος]] [[πρόθυρον]] Ποτειδᾶνος, σε Πίνδ.· <i>πρόθυρα ἀρετῆς</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''πρόθῠρον:''' τό ([[θύρα]]),<br /><b class="num">1.</b> μπροστινή πόρτα, πόρτα που οδηγει από την <i>αὐλήν</i> στο εσωτερικό, σε Όμηρ.· επίσης στον πληθ., στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[χώρος]] [[πριν]] από την πόρτα, είδος υπόστεγου ή βεράντας, Λατ. [[vestibulum]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[Κόρινθος]] [[πρόθυρον]] Ποτειδᾶνος, σε Πίνδ.· <i>πρόθυρα ἀρετῆς</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=πρόθυρον -ου, τό [πρό, θύρα] voordeur, toegangsdeur. voorhof, voorportaal; overdr.. ἐπὶ μὲν τοῖς τοῦ ἀγαθοῦ προθύροις bij het voorportaal van het goede Plat. Phlb. 64c.
}}
}}