3,277,048
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παράζυξ:''' -ῠγος, ὁ, ἡ, ζευγαρωμένος από δίπλα· πληθ. <i>παράζυγες</i>, υπεράριθμοι, σε Αριστ. | |lsmtext='''παράζυξ:''' -ῠγος, ὁ, ἡ, ζευγαρωμένος από δίπλα· πληθ. <i>παράζυγες</i>, υπεράριθμοι, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παράζυξ -υγος, ὁ, ἡ [παραζεύγνυμι] ernaast ingespannen; overdr.: οἱ παράζυγες degenen die boventallig zijn. Aristot. Pol. 1265b4. | |||
}} | }} |