Anonymous

περιδινέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιδῑνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[στροβιλίζω]] ή [[γυρίζω]] [[ολόγυρα]], σε Αισχίν. — Παθ., [[τρέχω]] γύρω-γύρω σε κύκλο, <i>πόλιν περιδινηθήτην</i> (γʹ δυϊκ. Παθ. αόρ. αʹ) σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ανθ.· περιστρέφομαι [[ολόγυρα]] σαν [[σβούρα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''περιδῑνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[στροβιλίζω]] ή [[γυρίζω]] [[ολόγυρα]], σε Αισχίν. — Παθ., [[τρέχω]] γύρω-γύρω σε κύκλο, <i>πόλιν περιδινηθήτην</i> (γʹ δυϊκ. Παθ. αόρ. αʹ) σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ανθ.· περιστρέφομαι [[ολόγυρα]] σαν [[σβούρα]], σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=περιδινέω [περίδινος] act. met acc. doen ronddraaien, laten ronddraaien:; τυφών... περιδινήσας τὴν ναῦν een orkaan die het schip deed rondtollen Luc. 13.9; ook med.. περιδινήσασθε μακρῆς ἀνελίγματα χαίτης laat de krullen van je lange haar rond je hoofd wapperen AP 7.485.3. intrans. met fut. med.-pass. ronddraaien; rondlopen:. περιδινησόμεθα ἐν Λυκείῳ we zullen in het Lyceum rondlopen Luc. 46.2.
}}
}}