3,270,824
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιδῑνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[στροβιλίζω]] ή [[γυρίζω]] [[ολόγυρα]], σε Αισχίν. — Παθ., [[τρέχω]] γύρω-γύρω σε κύκλο, <i>πόλιν περιδινηθήτην</i> (γʹ δυϊκ. Παθ. αόρ. αʹ) σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ανθ.· περιστρέφομαι [[ολόγυρα]] σαν [[σβούρα]], σε Ξεν. | |lsmtext='''περιδῑνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[στροβιλίζω]] ή [[γυρίζω]] [[ολόγυρα]], σε Αισχίν. — Παθ., [[τρέχω]] γύρω-γύρω σε κύκλο, <i>πόλιν περιδινηθήτην</i> (γʹ δυϊκ. Παθ. αόρ. αʹ) σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ανθ.· περιστρέφομαι [[ολόγυρα]] σαν [[σβούρα]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περιδινέω [περίδινος] act. met acc. doen ronddraaien, laten ronddraaien:; τυφών... περιδινήσας τὴν ναῦν een orkaan die het schip deed rondtollen Luc. 13.9; ook med.. περιδινήσασθε μακρῆς ἀνελίγματα χαίτης laat de krullen van je lange haar rond je hoofd wapperen AP 7.485.3. intrans. met fut. med.-pass. ronddraaien; rondlopen:. περιδινησόμεθα ἐν Λυκείῳ we zullen in het Lyceum rondlopen Luc. 46.2. | |||
}} | }} |