Anonymous

δενδροκοπέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(3)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δενδροκοπέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κόπτω]]), [[υλοτομώ]], [[κόβω]] δέντρα· [[ιδίως]], αμπελώνες και οπωροφόρα δέντρα, σε Ξεν.· <i>δ. χώραν</i>, [[ερημώνω]] μια [[περιοχή]] απογυμνώνοντάς την από τα δέντρα, σε Δημ.
|lsmtext='''δενδροκοπέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κόπτω]]), [[υλοτομώ]], [[κόβω]] δέντρα· [[ιδίως]], αμπελώνες και οπωροφόρα δέντρα, σε Ξεν.· <i>δ. χώραν</i>, [[ερημώνω]] μια [[περιοχή]] απογυμνώνοντάς την από τα δέντρα, σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=δενδροκοπέω [δένδρον, κόπτω] de bomen kappen (als oorlogstactiek).
}}
}}