Anonymous

σύκινος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύκῐνος:''' -η, -ον ([[συκῆ]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δέντρο [[συκιά]], σύκινον [[ξύλον]], [[κορμός]], [[ξύλο]] συκιάς, σε Αριστοφ.· το [[ξύλο]] της συκιάς ήταν σπογγώδες και άχρηστο στην ξυλουργική (inutile [[lignum]], σε Οράτ.), σε Πλάτ.· απ' όπου·<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., σύκινοι [[ἄνδρες]], άχρηστοι άντρες, σε [[τίποτε]] καλοί, σε Θεόκρ.· συκίνη [[σύζυγος]], άπιστη, [[σύζυγος]] που απατά τον άντρα της· [[λογοπαίγνιο]] στη [[λέξη]] [[συκοφαντικός]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σύκῐνος:''' -η, -ον ([[συκῆ]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δέντρο [[συκιά]], σύκινον [[ξύλον]], [[κορμός]], [[ξύλο]] συκιάς, σε Αριστοφ.· το [[ξύλο]] της συκιάς ήταν σπογγώδες και άχρηστο στην ξυλουργική (inutile [[lignum]], σε Οράτ.), σε Πλάτ.· απ' όπου·<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., σύκινοι [[ἄνδρες]], άχρηστοι άντρες, σε [[τίποτε]] καλοί, σε Θεόκρ.· συκίνη [[σύζυγος]], άπιστη, [[σύζυγος]] που απατά τον άντρα της· [[λογοπαίγνιο]] στη [[λέξη]] [[συκοφαντικός]], σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=σύκινος -η -ον [σῦκον] van de vijgenboom, van vijgenhout:. σ. ξύλον stuk vijgenhout. overdr. waardeloos, zwak, rot.
}}
}}