Anonymous

παράσειρος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παράσειρος:''' -ον ([[σειρά]]), στερεωμένος παραπλεύρως, [[παράσειρος]] [[ἵππος]], [[άλογο]] ζευγμένο στα πλάγια του συνηθισμένου ζεύγους, [[προώστης]]· μεταφ., [[ομόζυγος]], [[αληθινός]] [[σύντροφος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''παράσειρος:''' -ον ([[σειρά]]), στερεωμένος παραπλεύρως, [[παράσειρος]] [[ἵππος]], [[άλογο]] ζευγμένο στα πλάγια του συνηθισμένου ζεύγους, [[προώστης]]· μεταφ., [[ομόζυγος]], [[αληθινός]] [[σύντροφος]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=παράσειρος -ον [παρά, σειρά] lett. van een paard dat naast het span aan de leiband meeloopt, overdr. subst. partner, helper.
}}
}}