3,270,341
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παράσειρος:''' -ον ([[σειρά]]), στερεωμένος παραπλεύρως, [[παράσειρος]] [[ἵππος]], [[άλογο]] ζευγμένο στα πλάγια του συνηθισμένου ζεύγους, [[προώστης]]· μεταφ., [[ομόζυγος]], [[αληθινός]] [[σύντροφος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''παράσειρος:''' -ον ([[σειρά]]), στερεωμένος παραπλεύρως, [[παράσειρος]] [[ἵππος]], [[άλογο]] ζευγμένο στα πλάγια του συνηθισμένου ζεύγους, [[προώστης]]· μεταφ., [[ομόζυγος]], [[αληθινός]] [[σύντροφος]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παράσειρος -ον [παρά, σειρά] lett. van een paard dat naast het span aan de leiband meeloopt, overdr. subst. partner, helper. | |||
}} | }} |