Anonymous

συγκατακλείω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκατακλείω:''' Ιων. -κληΐω, μέλ. <i>-κλείσω</i>, [[κλείνω]] μέσα ή [[εσωκλείω]] μαζί, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''συγκατακλείω:''' Ιων. -κληΐω, μέλ. <i>-κλείσω</i>, [[κλείνω]] μέσα ή [[εσωκλείω]] μαζί, σε Ηρόδ.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-κατακλείω, Ion. pass. 3 sing. συγκατακληΐεται, mee opsluiten, samen (met...) opsluiten, insluiten; met dat.
}}
}}