Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκυλοδέψης: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκῠλοδέψης:''' -ου, ὁ ([[δέφω]], μέλ. [[δέψω]]), αυτός που κατεργάζεται δέρματα, [[βυρσοδέψης]], σε Αριστοφ.· ομοίως, σκῠλό-δεψος, <i>ὁ</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''σκῠλοδέψης:''' -ου, ὁ ([[δέφω]], μέλ. [[δέψω]]), αυτός που κατεργάζεται δέρματα, [[βυρσοδέψης]], σε Αριστοφ.· ομοίως, σκῠλό-δεψος, <i>ὁ</i>, σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=σκυλοδέψης -ου, ὁ [σκύλος, δέψω] leerlooier.
}}
}}