Anonymous

ψέγω: Difference between revisions

From LSJ
502 bytes added ,  31 December 2018
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψέγω:''' μέλ. <i>ψέξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔψεξα</i>, [[κατηγορώ]], [[επικρίνω]] κάποιον, [[μέμφομαι]], <i>τινά</i>, σε Θέογν. κ.λπ.· [[ψέγω]] τινὰ [[περί]] τινος, [[κατηγορώ]] κάποιον για [[κάτι]], σε Πλάτ.· [[διά]] τι, στον ίδ.· [[ἐπί]] τινι, σε Ξεν.· επίσης, με σύστ. αιτ., σε Σοφ.· <i>ἃψέγομεν τὸν Ἔρωτα</i>, σε Πλάτ. — Παθ., ἡ [[ἐπιείκεια]] οὐ ψέγεται, δεν κατακρίνεται, σε Θουκ.
|lsmtext='''ψέγω:''' μέλ. <i>ψέξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔψεξα</i>, [[κατηγορώ]], [[επικρίνω]] κάποιον, [[μέμφομαι]], <i>τινά</i>, σε Θέογν. κ.λπ.· [[ψέγω]] τινὰ [[περί]] τινος, [[κατηγορώ]] κάποιον για [[κάτι]], σε Πλάτ.· [[διά]] τι, στον ίδ.· [[ἐπί]] τινι, σε Ξεν.· επίσης, με σύστ. αιτ., σε Σοφ.· <i>ἃψέγομεν τὸν Ἔρωτα</i>, σε Πλάτ. — Παθ., ἡ [[ἐπιείκεια]] οὐ ψέγεται, δεν κατακρίνεται, σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=ψέγω (be)kritiseren, afkeuren, met acc. van pers.:; μάντιν οὔτινα ψέγων geen enkele ziener kritiserend Aeschl. Ag. 186; met acc. van zaak:; πῶς ἄν... ἆκον πρᾶγμα... ψέγοις; hoe kun je nu een onvrijwillige daad bekritiseren? Soph. OC 977; met dubbele acc.:; τίς ποτ ’ ἐστίν, ὅν γ ’ ἐγὼ ψέξαιμί τι; wie is het dan die ik iets zou moeten kwalijk nemen? Soph. OC 1172; ook met prep. vanwege iets.
}}
}}