Anonymous

καπηλεῖον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰπηλεῖον:''' τό, το [[μαγαζί]] του <i>καπήλου</i>, [[ιδίως]], [[οινοπωλείο]], [[ταβέρνα]], Λατ. [[caupona]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κᾰπηλεῖον:''' τό, το [[μαγαζί]] του <i>καπήλου</i>, [[ιδίως]], [[οινοπωλείο]], [[ταβέρνα]], Λατ. [[caupona]], σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=καπηλεῖον -ου, τό [κάπηλος] winkel, kroeg (waar ook gegeten en gedronken kon worden).
}}
}}