Anonymous

συλλαλέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συλλᾰλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μιλώ]] ή [[συζητώ]] με κάποιον [[άλλο]], [[συνομιλώ]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''συλλᾰλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μιλώ]] ή [[συζητώ]] με κάποιον [[άλλο]], [[συνομιλώ]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elnl
|elnltext=συλ-λαλέω praten met, een gesprek hebben met, met μετά + gen., met πρός + acc.
}}
}}