3,273,831
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταιτιάομαι:''' μέλ. -άσομαι [ᾱ], αποθ.<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κατηγορώ]], [[κατακρίνω]], [[μέμφομαι]], [[προσβάλλω]], σε Ηρόδ., Δημ. — Μέσ., [[κατηγορώ]] και κατηγορούμαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[αποδίδω]] [[κάτι]] σαν [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου άλλου, [[καταλογίζω]], <i>ἀμαθίαν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> η Παθ. μτχ. αορ. αʹ <i>καταιτιαθείς</i>, χρησιμ. με Παθ. [[σημασία]], [[κατηγορούμενος]], [[εναγόμενος]], στον ίδ., σε Ξεν. | |lsmtext='''καταιτιάομαι:''' μέλ. -άσομαι [ᾱ], αποθ.<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κατηγορώ]], [[κατακρίνω]], [[μέμφομαι]], [[προσβάλλω]], σε Ηρόδ., Δημ. — Μέσ., [[κατηγορώ]] και κατηγορούμαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[αποδίδω]] [[κάτι]] σαν [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου άλλου, [[καταλογίζω]], <i>ἀμαθίαν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> η Παθ. μτχ. αορ. αʹ <i>καταιτιαθείς</i>, χρησιμ. με Παθ. [[σημασία]], [[κατηγορούμενος]], [[εναγόμενος]], στον ίδ., σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατ-αιτιάομαι beschuldigen, verwijten maken, met acc. van pers.:; ἀλλήλους elkaar Hdt. 6.14.1; met gen. van pers.:; ἀδίκως... Ὑστάσπου τοῦδε καταιτιῶμαι ten onrechte beschuldig ik Hystaspes hier Xen. Cyr. 6.1.4; met acc. van de zaak of inf.: beschuldigen van:; ἀμαθίαν van onbegrip Thuc. 3.42.3; καταιτιαθεὶς ταῦτα πρᾶξαι ervan beschuldigd dat te hebben gedaan Xen. Hell. 1.1.32; ptc. aor. pass. subst.: οἱ καταιτιαθέντες de beschuldigden. | |||
}} | }} |