Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταιτιάομαι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταιτιάομαι:''' μέλ. -άσομαι [ᾱ], αποθ.<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κατηγορώ]], [[κατακρίνω]], [[μέμφομαι]], [[προσβάλλω]], σε Ηρόδ., Δημ. — Μέσ., [[κατηγορώ]] και κατηγορούμαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[αποδίδω]] [[κάτι]] σαν [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου άλλου, [[καταλογίζω]], <i>ἀμαθίαν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> η Παθ. μτχ. αορ. αʹ <i>καταιτιαθείς</i>, χρησιμ. με Παθ. [[σημασία]], [[κατηγορούμενος]], [[εναγόμενος]], στον ίδ., σε Ξεν.
|lsmtext='''καταιτιάομαι:''' μέλ. -άσομαι [ᾱ], αποθ.<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κατηγορώ]], [[κατακρίνω]], [[μέμφομαι]], [[προσβάλλω]], σε Ηρόδ., Δημ. — Μέσ., [[κατηγορώ]] και κατηγορούμαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[αποδίδω]] [[κάτι]] σαν [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου άλλου, [[καταλογίζω]], <i>ἀμαθίαν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> η Παθ. μτχ. αορ. αʹ <i>καταιτιαθείς</i>, χρησιμ. με Παθ. [[σημασία]], [[κατηγορούμενος]], [[εναγόμενος]], στον ίδ., σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-αιτιάομαι beschuldigen, verwijten maken, met acc. van pers.:; ἀλλήλους elkaar Hdt. 6.14.1; met gen. van pers.:; ἀδίκως... Ὑστάσπου τοῦδε καταιτιῶμαι ten onrechte beschuldig ik Hystaspes hier Xen. Cyr. 6.1.4; met acc. van de zaak of inf.: beschuldigen van:; ἀμαθίαν van onbegrip Thuc. 3.42.3; καταιτιαθεὶς ταῦτα πρᾶξαι ervan beschuldigd dat te hebben gedaan Xen. Hell. 1.1.32; ptc. aor. pass. subst.: οἱ καταιτιαθέντες de beschuldigden.
}}
}}